- πολυχρήματος
- πολυχρήματοςvery wealthymasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολυχρήματος — η, ο / πολυχρήματος, ον, ΝΑ αυτός που έχει πολλά χρήματα, μεγάλη περιουσία, πολύ πλούσιος αρχ. αυτός που χαρακτηρίζει τον πλούτο, που είναι χαρακτηριστικός τού πλούτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + χρῆμα, ατος (πρβλ. ολιγο χρήματος)] … Dictionary of Greek
πολυχρήματον — πολυχρήματος very wealthy masc/fem acc sg πολυχρήματος very wealthy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυχρημάτου — πολυχρήματος very wealthy masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυχρημάτους — πολυχρήματος very wealthy masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυχρημάτων — πολυχρήματος very wealthy masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυχρημάτῳ — πολυχρήματος very wealthy masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυχρήματα — πολυχρήματος very wealthy neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυχρήματοι — πολυχρήματος very wealthy masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek
πολυχρήμων — ύχρημον, Α πολυχρήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + χρήμων (< χρῆμα), πρβλ. φιλο χρήμων] … Dictionary of Greek